- παχύφωνος
- πᾰχύ-φωνος, ον,A of coarse sound,
στοιχεῖον Aristid.
Quint.1.21 ([comp] Comp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στοιχεῖον Aristid.
Quint.1.21 ([comp] Comp.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παχύφωνος — ον, Α ο παχύς, δηλ. ο τραχύς ως προς τον ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ φωνος] … Dictionary of Greek
παχυφωνοτέρου — παχύφωνος of coarse sound masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek